- σταδιοδρόμωι
- σταδιοδρόμῳ , σταδιόδρομοςone who runs in the stadiummasc dat sgσταδιοδρόμῳ , σταδιοδρόμοςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.